- σατυριακή
- σᾰτῠρι-ᾰκή, ἡ, name of anA antidote, Orib.Fr.67, Id. ap. Aët.11.35, Paul.Aeg.7.11:—Adj. [suff] σᾰτῠρι-ᾰκός, ή, όν, producing satyriasis,
ἀγγεῖα Ruf.Sat.Gon.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγγεῖα Ruf.Sat.Gon.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σατυριακή — antidote fem nom/voc sg (attic epic ionic) σατυριακός antidote fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριακά — σατυριακά̱ , σατυριακή antidote fem nom/voc/acc dual σατυριακά̱ , σατυριακή antidote fem nom/voc sg (doric aeolic) σατυριακός antidote neut nom/voc/acc pl σατυριακά̱ , σατυριακός antidote fem nom/voc/acc dual σατυριακά̱ , σατυριακός antidote fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου … Dictionary of Greek